- αργολικός
- -ή, -ό (Α ἀργολικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αργολίδα ή προέρχεται απ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀργολικός — Argolis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αργολίδα: Ο αργολικός κάμπος είναι από τους πιο εύφορους της χώρας μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργολικός Κόλπος — Sp Argolidės įlanka Ap Αργολικός Κόλπος/Argolikos Kolpos L Egėjo j., P Graikija (Peloponesas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀργολικός — ἀ̱ργολικός , ἀργολίζω take the part of the Argives perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικά — Ἀργολικός Argolis neut nom/voc/acc pl Ἀργολικά̱ , Ἀργολικός Argolis fem nom/voc/acc dual Ἀργολικά̱ , Ἀργολικός Argolis fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικῶν — Ἀργολικός Argolis fem gen pl Ἀργολικός Argolis masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικόν — Ἀργολικός Argolis masc acc sg Ἀργολικός Argolis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικαῖς — Ἀργολικός Argolis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικαί — Ἀργολικός Argolis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργολικοῖς — Ἀργολικός Argolis masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)